- εγκύκλημα
- ἐγκύκλημα, το (Α)1. εκκύκλημα2. στον πληθ. κινητή περιουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
TRAJICIEBANTUR — olim flumina 3. modis. Primum ponte, qui quomodo construi soleret, Caesar in Commentarits suis passim docet, et Petrus Ramus ineo, quem de Caesaris militia scripsit, libello. Secundo, navibus. Tertio, flumen in plures alveos deducendo. Quarto,… … Hofmann J. Lexicon universale
παρεγκύκλημα — τὸ, Α 1. εμβόλιμο διαλογικό ή χορικό μέρος ανάμεσα στα επεισόδια ενός δράματος 2. σκηνικές οδηγίες γραμμένες από γραφέα ή σχολιαστή στο περιθώριο χειρογράφου ενός δραματικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκύκλημα] … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek